- g
- g, G[geː]<-, -> nt1. (Buchstabe) το έκτο γράμμα του γερμανικού αλφάβητου2. (MUS: Note) σολ nt,• in G-Dur σε σολ μείζονα/ματζόρε,• in g-Moll σε σολ ελάσσονα/μινόρεgAbk von Gramm γραμμάριο nt (Abk.: γραμ.)
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.